- σεβιότ
- το, Νάκλ.1. αγγλικής προέλευσης μαλλί που αποτελείται από μακριές, απαλές και στιλπνές τρίχες προβάτου2. νήμα ή ύφασμα κατασκευασμένο από το παραπάνω μαλλί.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. cheviot, από τους λόφους Cheviot τής Αγγλίας και Σκωτίας].
Dictionary of Greek. 2013.